top of page
Αναζήτηση
Εικόνα συγγραφέαIoanna Papachristou

Γνωρίζοντας τις Γλώσσες του Κόσμου



Σε αυτό το post θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τα βασικά δεδομένα των γλωσσών του κόσμου, με τον πιο απλό και σύντομο τρόπο. Αλήθειες και ψέματα, κατανόηση λειτουργικών αρχών και κοινές παρανοήσεις, εδώ «βάζουμε τα πράγματα σε μια σειρά»!




Μια ερώτηση τόσο απλή, είναι όμως τόσο δύσκολο να εξηγηθεί σύντομα και περιεκτικά!

Η γλώσσα περιλαμβάνει τόσα πολλά συστατικά στοιχεία!


Ένας από τους πιθανούς ορισμούς (ούτε τέλειος ούτε μοναδικός) είναι:


Γλώσσα ονομάζουμε τους ήχους εκείνους που, όταν τοποθετηθούν μαζί, έχουν μια συγκεκριμένη σημασία για ένα ορισμένο σύνολο ατόμων.


Εντάξει, έχεις δίκιο αν σκέφτεσαι πως δεν είναι τόσο απλό. Στην πραγματικότητα υπάρχουν αρκετά ενδιάμεσα σκαλοπάτια:

Έστω ότι τοποθετούμε μερικούς ήχους μαζί, και ο συνδυασμός τους αποφασίζουμε ότι φέρει μια δεδομένη σημασία . Αυτή η μεμονωμένη σημασία αποτελεί μια «λέξη». Έτσι, προχωράμε στο επόμενο στάδιο, όπου οι ομιλητές της γλώσσας, έχοντας συμφωνήσει τη σημασία των διάφορων λέξεων, έχουν την ελευθερία να τις τοποθετήσουν μαζί, φτιάχνοντας «προτάσεις». Οι προτάσεις είναι πιο περίπλοκες σημασίες που προκύπτουν.


Ο λόγος όμως που κρύβεται πίσω από όλη αυτήν τη δημιουργική διαδικασία είναι – ποιος άλλος; - η επικοινωνία. Οι άνθρωποι έχουμε έντονη την ανάγκη να συνυπάρξουμε και έτσι, αναγκαστικά, οδηγούμαστε να επιθυμήσουμε έναν τρόπο, έναν κώδικα επικοινωνίας.


Παράλληλα, το μυαλό μας είναι αρκετά ικανό, προσαρμοστικό και προικισμένο με τη δυνατότητα περίπλοκων λογικών συνδέσεων για την κατανόηση του κόσμου γύρω μας. Χάρη σε αυτήν ακριβώς τη δυνατότητα, μπορούμε να κάνουμε πράξη την επιθυμία μας για εις βάθος επικοινωνία. Δημιουργώντας μία γλώσσα.




Μη νομίσεις πως έγινε ποτέ στην Ιστορία κάποιο συμβούλιο όπου αποφασίστηκε η δημιουργία μιας νέας γλώσσας επικοινωνίας, ψηφίστηκαν οι λέξεις και οι σχετικοί κανόνες χρήσης τους… Για την ακρίβεια, συμβούλια υπήρξαν, και μάλιστα πολυάριθμα, ποτέ όμως για το σχηματισμό γλώσσας! Φύλαξε την περιέργειά σου για αργότερα. Θα αναφερθούμε σε αυτό και πάλι.


Άρα; Πώς γεννιέται η γλώσσα;


Η γλώσσα στην πραγματικότητα φαίνεται να μη γεννιέται… αλλά να μετασχηματίζεται διαρκώς.


Μα φυσικά, κάποτε, πριν από πολλές χιλιάδες χρόνια, όταν ο άνθρωπος άρχισε να σχηματίζει νου πιο σύνθετο, γέννησε συστήματα επικοινωνίας ξεκινώντας από κραυγές που μετέφεραν πολύ γενικά μηνύματα, όπως : «κίνδυνος!», «τροφή!», «νερό!» κ.ο.κ. Αυτά τα πρώτα μηνύματα, ως ήχοι, δε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι αν προέκυψαν με κάποιο λογικό αίτιο. Υπάρχουν διάφορες θεωρίες, που τα συσχετίζουν με γεωγραφικές συνθήκες, με το κλίμα, με απλή τυχαία συγκυρία, με μίμηση ήχων της φύσης και διάφορους άλλους παράγοντες.


Το βέβαιο είναι πως για όλους τους ανθρώπους υπήρξε ο κίνδυνος, το θήραμα, η καλλιέργεια, η ανάγκη για νερό, η περιγραφή καιρικών συνθηκών κλπ. Όμως, σε μια περιοχή της νότιας Ασίας μπορεί μια ομάδα ανθρώπων να ονόμαζαν το νερό με τον ήχο «Ρρρασσσς», ενώ σε μια άλλη μακρινή περιοχή, πχ κάπου στην κεντρική Ευρώπη να ονόμαζαν το νερό «Βοοον» (τυχαία παραδείγματα που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα).




Καταλήγουμε, λοιπόν, ότι οι ονομασίες των νοημάτων είναι λίγο-πολύ αυθαίρετες. Η σχέση μεταξύ ήχου-λέξης και του μηνύματος που μεταδίδει είναι συμβατική, με άλλα λόγια, καθορισμένη από την εκάστοτε κοινότητα.


Έκτοτε, και αυτό είναι το πιο μαγικό, οι γλώσσες δε γεννιούνται από το μηδέν, αντιθέτως επηρεάζουν διαρκώς η μία την άλλη, όταν οι ομιλητές τους σχετίζονται μεταξύ τους. Αλλά και καθεμία γλώσσα από μόνη της, πέρα από εξωτερικές επιρροές δεν παραμένει ποτέ σταθερή.


Γιατί;


Μα βέβαια, διότι αλλάζουν οι κοινότητες των ανθρώπων και, κατά συνέπεια, οι ανάγκες επικοινωνίας τους! Η γλώσσα αντικατοπτρίζει την ίδια την κοινωνία, καθώς παράγεται από αυτήν!



Όσοι μελετάμε τις γλώσσες, γνωρίζουμε καλά πως «Οι μοναδικές γλώσσες που παραμένουν αμετάβλητες είναι οι νεκρές γλώσσες»!


Τα αρχαία ελληνικά ή τα λατινικά, που ίσως έκανες στο σχολείο, ή ίσως μελετάει το παιδί σου, είναι μερικά παραδείγματα, ωστόσο υπάρχουν πάααρα πολλές νεκρές γλώσσες, ορισμένες πρόγονοι γλωσσών που ακόμα είναι σε χρήση, και άλλες, που ήταν μοναδικές και δε σχετίζονται με καμία ζωντανή γλώσσα.


Πότε πεθαίνει μία γλώσσα; Όταν κανένας από τους ομιλητές της δε βρίσκεται πια στη ζωή.


Στην πορεία της ανθρώπινης Ιστορίας, ένας πολύ μεγάλος αριθμός γλωσσών έχει υποχωρήσει μέχρι αφανισμού. Ένα ηχηρό παράδειγμα αυτού αποτέλεσαν διάφορες γλώσσες περιοχών που κατακτήθηκαν από αποικιοκρατικές δυνάμεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η γλώσσα του αποικιοκράτη επικρατούσε, ο εντόπιος πληθυσμός μειωνόταν και όταν η τελευταία γενιά ομιλητών έφευγε από τη ζωή, έπαυε και η χρήση της γλώσσας τους. Μάλιστα, υπήρξαν και αρκετές γλώσσες που, όχι μόνο σταμάτησαν να μιλιούνται, αλλά, επειδή δεν είχαν καταγραφεί ποτέ, χάθηκε για πάντα και η γνώση του πώς έμοιαζαν!




Υπολογίζεται ότι αυτήν τη στιγμή στον πλανήτη μιλιούνται περίπου 6.800 γλώσσες!


Ω ναι, είναι ένας σεβαστός αριθμός. Έχε όμως υπόψιν σου, ότι η γλώσσα είναι, όπως ήδη τονίσαμε, κάτι τόσο ευμετάβλητο, που δεν υπάρχει καν απόλυτη συμφωνία για το ποια συστήματα επικοινωνίας μπορούν να ονομαστούν γλώσσες και ποιες θεωρούνται διάλεκτοι, ιδιώματα, ιδιόλεκτοι….


Μα τι είναι όλοι αυτοί οι όροι;;;


Στην πραγματικότητα, ακόμα και εντός των περισσότερων σημερινών κρατών, ομιλείται μια πληθώρα γλωσσικών παραλλαγών. Αυτές τις ονομάζουμε διαλέκτους ή ιδιώματα. Αν πάρουμε για παράδειγμα την Ελλάδα, ανά περιοχές υπάρχουν παραλλαγές με μικρότερες ή μεγαλύτερες αποκλίσεις, όπως η κρητική διάλεκτος, το θεσσαλικό ή το ηπειρώτικο ιδίωμα κτλ.




Στο σημείο αυτό θέλουμε να αποσαφηνίσουμε κάτι σημαντικό.


Η διάλεκτος δεν είναι ένα σύστημα λιγότερο πλήρες ή λιγότερο «σωστό» από μία γλώσσα.


Απλούστατα, ένα από τα διαθέσιμα γλωσσικά συστήματα μιας εκτεταμένης περιοχής αναγνωρίστηκε ως γλώσσα, ενώ τα «αδερφάκια» του, ορίστηκαν ως παραλλαγές αυτής της γλώσσας, δηλαδή ως διάλεκτοι. Πολύ συχνά τα κριτήρια είναι είτε ο αριθμός ομιλητών της συγκεκριμένης παραλλαγής, είτε απλά οι ιστορικές – πολιτικές συνθήκες. Συχνά, η γλώσσα της επικρατέστερης ομάδας, εκείνης που ευνοήθηκε για διάφορους λόγους, είναι αυτή η οποία ορίζεται ως επίσημη γλώσσα ενός κράτους. Όπως είναι φυσικό, αυτό συχνά γεννά και συγκρούσεις και αντιζηλίες μεταξύ των υπόλοιπων … «αδερφών».


Όταν λοιπόν οι διαφορές ανάμεσα σε δυο γλωσσικά συστήματα δεν είναι τόσο μεγάλες ώστε να θεωρηθούν ξεχωριστές γλώσσες, τότε, με κριτήρια ποικίλα, σε μεγάλο βαθμό αυθαίρετα, η μία από τις παραλλαγές ορίζεται ως γλώσσα, ενώ οι υπόλοιπες ως διάλεκτοι.


Επιπλέον, σε πολλά κράτη, οι διαφορές από περιοχή είναι τόσο μεγάλες, που η επικοινωνία μεταξύ τους μπορεί να είναι εφικτή μόνο μερικώς!


Εκεί μιλάμε για διαφορετικές γλώσσες, και όχι διαλέκτους, εντός της εδαφικής επικράτειας μιας χώρας. Τέτοιο είναι το παράδειγμα της καταλανικής και της γαλικιανής γλώσσας στην Ισπανία ή της οξιτανικής γλώσσας στη Γαλλία. Κατατάσσονται από τους επιστήμονες ως ξεχωριστές γλώσσες, που συνυπάρχουν με την ισπανική ή την γαλλική, που είναι οι επικρατούσες – «επίσημες» γλώσσες των δύο κρατών.




Αυτό είναι ένα θέμα σοβαρό.


Δεδομένου ότι οι γλώσσες, όπως ήδη εξηγήσαμε, είναι αυθαίρετοι κώδικες επικοινωνίας που έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους τα μέλη μιας κοινότητας, και εφόσον αυτοί οι κώδικες μεταβάλλονται δυναμικά απαντώντας στις συνθήκες ζωής των ανθρώπων, γίνεται σαφές ότι όλες οι γλώσσες είναι, πρώτα από καθετί, «χρήσιμες».


Αν το καλοσκεφτείς, χρήσιμη είναι μια γλώσσα που πετυχαίνει να εκφράσει τις ανάγκες των ανθρώπων που τη μιλούν, κάτι που ούτως ή άλλως συμβαίνει, αφού οι ίδιοι την εξελίσσουν διαρκώς. Ωστόσο, μια γλώσσα που μιλιέται από μια φυλή του Αμαζονίου μάλλον δεν αρκεί για να εκφράσει τις ανάγκες της σύγχρονης κοινότητας στην Αυστρία. Η γλώσσα των αραβικών χωρών μάλλον δεν έχει τα εργαλεία για να εκφράσει τις ανάγκες των Ινουίτ της Αρκτικής. Διότι τέτοιες κοινότητες ανθρώπων έχουν τεράστιες διαφορές γεωγραφικής τοποθέτησης, άρα φυσικού περιβάλλοντος, τρόπου ζωής, διαφέρουν στις ανησυχίες και τους στόχους τους και, εν τέλει, στην οπτική γωνία της ζωής.


Ενώ, λοιπόν, κάθε γλώσσα είναι απόλυτα κατάλληλη εκεί που μιλιέται, και κάθε φορά που ένα στοιχείο της αποκλίνει, τότε αυτό προσαρμόζεται από τους ομιλητές, ωστόσο σε έναν άλλο τόπο πιθανότατα είναι λιγότερο χρήσιμη ή ανεπαρκής.


Με βάση τα παραπάνω, είναι απόλυτα ανεδαφικό να μιλήσουμε για αντικειμενική αξιολόγηση των γλωσσών, καθώς δεν υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια!


Όσο για το ερώτημα του αν μου αρέσει μια γλώσσα ή όχι


Ναι, φυσικά και μπορεί ορισμένοι ήχοι να φαίνονται περισσότερο ή λιγότερο ευχάριστοι στα αυτιά σου. Αυτό οφείλεται σε πληθώρα παραγόντων, από βιολογικούς μέχρι την αισθητική παιδεία και τα γενικότερα ερεθίσματα που έχεις λάβει ως τώρα. Απόφυγε όμως να το συγχέεις με το αν η γλώσσα είναι ανώτερη ή ομορφότερη! Αυτό είναι εσφαλμένη και άδικη αντίληψη.




Οι γλώσσες του πλανήτη αυτού έχουν μελετηθεί ως έναν βαθμό, η επιστήμη της γλωσσολογίας όμως έχει πολύ ακόμα δρόμο στη μελέτη, κατανόηση και ταξινόμησή τους.


Μέσα από την πολυετή μελέτη, προκύπτουν ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τις ομοιότητες και διαφορές των γλωσσών.


Με βάση τις ομοιότητές τους, αλλά την ιστορική διαδοχή τους, μπορούμε να ταξινομούμε τις γλώσσες σε ευρύτερες οικογένειες. Όπως ακριβώς και οι άνθρωποι έχουμε κοντινούς, αλλά και μακρινούς συγγενείς, έτσι και οι γλώσσες, επηρεάζοντας ή και γεννώντας η μια την άλλη, σκιαγραφούν ολόκληρα γενεαλογικά δέντρα!


Η πιο γνωστή και μελετημένη μέχρι τώρα γλωσσική οικογένεια είναι η λεγόμενη Ινδο-ευρωπαϊκή, που θεωρούμε ότι ξεκίνησε από μία «μητέρα» πρωτο-ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που με τη σειρά της διακλαδίστηκε δημιουργώντας ένα πλήθος γλωσσών που γνωρίζουμε σήμερα. Οι ρομανικές ή λατινογενείς γλώσσες, οι γερμανικές γλώσσες (περιλαμβάνουν την αγγλική), καθώς και η ελληνική (!), αποτελούν όλες παρακλάδι αυτήν της «μαμάς-γλώσσας»! Από την άλλη, σε ξεχωριστή οικογένεια, τη λεγόμενη «σημιτική» ανήκουν η αραβική και οι νεκρές και ζωντανές διάλεκτοί της, ενώ σε άλλη οικογένεια, την «θιβετο-σινική», ανήκουν οι (πολλές) γλώσσες που μιλιούνται στην Κίνα και τις περιοχές των Ιμαλαϊων.


Ακόμα, κι αυτό αποτελεί πραγματικό μυστήριο, υπάρχουν γλώσσες τόσο διαφορετικές που δε μπορούν να κατανεμηθούν σε καμία οικογένεια! Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα βασκικά, που μιλιούνται στο βορρά της Ισπανίας!


Τα γενεαλογικά δέντρα που έχουν συγκροτηθεί στη μελέτη των γλωσσών είναι συχνά τρομερά πολύπλοκα, αλλά και εκπληκτικά ενδιαφέροντα στην παρατήρηση! Συνολικά έχουν παρατηρηθεί πάνω-κάτω 240 διαφορετικές γλωσσικές οικογένειες.




Οι διαφορές που υπάρχουν από μια οικογένεια σε άλλη είναι πραγματικά θεμελιώδεις, αλλά και ποικίλες, ευφάνταστες θα μπορούσαμε να πούμε, και, όταν εντοπίστηκαν για πρώτη φορά, προκάλεσαν μεγάλη έκπληξη, κάτι σαν αυτό που ονομάζουμε... "πολιτισμικό σοκ"!


Οι διαφορές περιλαμβάνουν, εκτός από το προφανές, δηλαδή διαφορετικές ρίζες λέξεων – ήχων που φέρουν σημασία, και μια συχνά εντελώς διαφορετική δομή, και τρόπο σχηματισμού των λέξεων αυτών. Σαν να λέμε, έναν αλλιώτικο τρόπο καταλήξεων που σημαίνουν αν η λέξη είναι ρήμα, κύριο όνομα, επίθετο κλπ. Η διαφορά του τονισμού της φωνής μιας λέξης σε ορισμένες γλώσσες έχει εντελώς άλλο βάρος σημαντικότητας από άλλες. Σε δεύτερο επίπεδο, στη γραφή τους, υπάρχουν επίσης διαφορές: γλώσσες που γράφονται από αριστερά & πάνω προς δεξιά & κάτω, άλλες που γράφονται από δεξιά & πάνω προς αριστερά & κάτω, άλλες που γράφονται από πάνω προς τα κάτω κι έπειτα προς τα αριστερά συνεχίζοντας προς τα κάτω, δημιουργώντας στήλες κ.ο.κ.


Τέλος, σημαντικότατες αλλαγές παρατηρούνται στη σύνταξη, στη δυνατότητα δηλαδή που μας δίνει κάθε γλώσσα για δημιουργία σύνθετων νοημάτων και προτάσεων. Η ποικιλία λογικής δομής και μορφής έχει έναν πλούτο αστείρευτο!




Πιστεύεις πως όλες οι γλώσσες έχουν έναν τρόπο να γράφονται;


Λοιπόν, όχι.


Υπάρχουν πολυάριθμες γλώσσες, από πολύ παλιά μέχρι και σήμερα, οι οποίες δεν διαθέτουν γραφή.


Ίσως η πρώτη που θα μπορούσες να σκεφτείς είναι η γλώσσα των Ρομά. Καθαρά προφορική γλώσσα, με παράδοση αιώνων, που διατηρείται κανονικά χωρίς ποτέ να καταγραφεί. Δεν είναι το μοναδικό παράδειγμα προφορικότητας!


Για την ακρίβεια, θεωρούμε δεδομένο ότι ο προφορικός λόγος υπερέχει και προηγείται του γραπτού. Γιατί; Διότι ο βασικός στόχος δημιουργίας μιας γλώσσα είναι, όπως είπαμε, να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε. Ο προφορικός λόγος είναι ο αμεσότερος τρόπος να μπορέσουμε να μοιραστούμε τις σκέψεις μας, ενώ ο γραπτός λόγος χρησιμοποιήθηκε σταδιακά και πολύ αργότερα, για αιώνες χειρόγραφος και μετέπειτα έντυπος.


Έτσι, δημιουργείται ένα δίπολο μεταξύ πολιτισμών με γραφή και προφορικών πολιτισμών. Και οι δύο πλευρές αυτής της κατάταξης διαθέτουν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Πολύ συνοπτικά, αναφέρουμε τα βασικότερα αυτών:


  • Η γραφή παρέχει το πλεονέκτημα της πολυσύνθετης θεωρητικής σκέψης, καθώς και της αναθεώρησης της σκέψης. Εφόσον η σκέψη αποτυπώνεται τη στιγμή που παράγεται, σε μετέπειτα χρόνο ο άνθρωπος μπορεί να συλλογιστεί πάνω σε αυτήν και πιθανώς να την ανασκευάσει ή να την εξελίξει.

  • Η γραφή, ωστόσο, είναι μια σκέψη παγιωμένη στο χρόνο, το ίδιο δηλαδή το κείμενο αποτελεί ουσιαστικά μια σκέψη «νεκρή», που έγινε σε παρελθοντικό χρόνο. Κατά κάποιον τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κείμενο μας κρατά δέσμιους του παρελθόντος.

  • Η προφορική γλώσσα μας θέτει το πρόβλημα της μνήμης. Πώς μπορούν οι άνθρωποι να θυμούνται ιστορίες, παραδόσεις, λύσεις σε προβλήματα, διδάγματα της ζωής και πολλά άλλα, χωρίς κείμενα για να ανατρέξουν; Ακριβώς λόγω αυτής της αδυναμίας, από πολύ νωρίς ανέπτυξαν εντυπωσιακά συστήματα μνημοτεχνικών, και κατόρθωσαν έτσι να ξεπεράσουν αυτήν την αδυναμία! Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούν την επανάληψη κύκλων (τα ομηρικά έπη έχουν μελετηθεί πολύ σε αυτό το πλαίσιο), καθώς και τη σκέψη σαν αρχιτεκτονική δομή, με θεματικά δωμάτια και λογικές συνδέσεις μεταξύ τους. Την πολυπλοκότητα αυτή δύσκολα μπορεί να τη συλλάβει ένας άνθρωπος που έχει διαμορφώσει τη σκέψη του με βάση τη γραφή!




Ήδη κατανοήσαμε πως οι γλώσσες εξελίσσονται διαρκώς, καθώς οι ομιλητές τους τις μεταπλάθουν και τις αλλοιώνουν, ηθελημένα ή αθέλητα, καθημερινά. Είναι ένας μόνιμα κινούμενος χείμαρρος. Επιπλέον, θα εκπλαγείς αν παρατηρήσεις πόσα από τα λάθη που σου διορθώνει ο καθηγητής σου τα κάνουν ακόμα και οι φυσικοί ομιλητές – αν και πολύ συχνά εκείνοι κάνουν άλλου είδους λάθη από αυτά που κάνει ο μαθητής της ξένης γλώσσας…


Επομένως, θα αναρωτιέσαι ίσως, πώς ορίζεται το σωστό και το λάθος σε έναν ζωντανό οργανισμό όπως η γλώσσα;


Στις περισσότερες, ίσως, γλώσσες του κόσμου, τουλάχιστον σε όλες όσες περιλαμβάνει ο «δυτικός πολιτισμός», υπάρχουν κάποιες ρυθμιστικές αρχές. Συνήθως είναι κάποιο σώμα επιστημόνων – γλωσσολόγων, οι οποίοι έχουν ως στόχο να δημιουργούν κανόνες χρήσης της γλώσσας. Κάτι σαν «γλωσσική αστυνομία», αν θες!


Καθώς λοιπόν συγκροτούν και επανεξετάζουν τους κανόνες, αποφασίζουν ποιές από τις ήδη υπάρχουσες αλλοιώσεις της προφορικής και γραπτής γλώσσας θα συμπεριλάβουν και ποιοές θα αποκλείσουν. Τα κριτήρια είναι πολλά, τόσο επιστημονικά, όσο και πολιτικά. Το βέβαιο είναι πως, όταν μια εναλλακτική χρήση, πχ ένα νέο επίθετο που σχηματίστηκε, ή μια ανορθογραφία, ή ο συνδυασμός δυο λέξεων σε μία, όταν αυτή η χρήση επικρατήσει ήδη σε ένα μεγάλο ποσοστό των ομιλητών της γλώσσας, τότε συνήθως αναγνωρίζεται κάποια στιγμή ως «σωστή χρήση».


Βλέπεις ότι τα πάντα καθορίζονται από την πραγματική, ρεαλιστική διάσταση της γλώσσας από τους ομιλητές της.


Όταν, λοιπόν, κάνεις ένα λάθος καθώς μελετάς μια νέα γλώσσα, σημαίνει πως χρησιμοποίησες ένα συστατικό αυτής της γλώσσας με τρόπο που δε θα έκανε ένας φυσικός ομιλητής, με τρόπο που ενδεχομένως δε θα έβγαζε νόημα ή θα ακουγόταν «ξένος» στα αυτιά του.




Στην πράξη η διαδικασία είναι η εξής: Μαθαίνουμε σταδιακά έναν αριθμό λέξεων (δηλαδή ήχων που φέρουν συγκεκριμένη σημασία), ο οποίος αυξάνεται διαρκώς. Παράλληλα, μαθαίνουμε λίγο – λίγο να δημιουργούμε συνδυασμούς αυτών των λέξεων σε ευρύτερα σύνολα – προτάσεις, που να βγάζουν νόημα. Μαθαίνουμε δηλαδή να δομούμε τις λέξεις με τον τρόπο που εφαρμόζουν και οι φυσικοί ομιλητές της γλώσσας. Αυτό είναι η μελέτη της Γραμματικής. Και τα δύο αυτά παράλληλα παρακλάδια γνώσης επεκτείνονται ταυτόχρονα, μέχρι να φτάσουμε σε έκφραση όλο και πιο περίπλοκων νοημάτων και με μεγαλύτερη ακρίβεια.


Υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις στην εκμάθηση μιας νέας γλώσσας. Κάποιες προτείνουν την εκμάθηση κανόνων γραμματικής και έπειτα την εφαρμογή τους. Κάποιες άλλες ευνοούν περισσότερο την άμεση εφαρμογή προτάσεων και έκφραση, με στόχο την εμπειρική εκμάθηση κανόνων στην πράξη. Κάποιες μέθοδοι δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην προφορική επικοινωνία, ενώ άλλες στη γραπτή, κ.ο.κ.


Σε κάθε άνθρωπο και σε κάθε μαθητή μπορεί να ταιριάζει περισσότερο μία από τις υπάρχουσες προσεγγίσεις ή ένας συνδυασμός αυτών, ανάλογα με τον τρόπο που τον διευκολύνει να μαθαίνει, αλλά και τους στόχους που έχει στην πορεία της μάθησης.




Το θυμάσαι ότι οι γλώσσες διακρίνονται σε ομάδες που ονομάζουμε οικογένειες, ανάλογα με τα κοινά τους στοιχεία;


Αυτό είναι που καθορίζει κυρίως την ευκολία ή δυσκολία στην προσέγγιση μιας νέας γλώσσας.


Εάν, δηλαδή, είσαι φυσικός ομιλητής μιας γλώσσας ρομανικής, πχ της ιταλικής, θα σου είναι αρκετά πιο δύσκολο –λόγω διαφορετικότητας- να πλησιάσεις μια γλώσσα ουραλοαλταϊκή, πχ την τουρκμενική. Αντίστοιχα, ένας Έλληνας θα διαπιστώσει μεγαλύτερες δομικές διαφορές από τη μητρική του γλώσσα μελετώντας κινεζικά, από όσες διαφορές θα βρει μελετώντας γερμανικά. Διότι τα κινεζικά ανήκουν σε μια εντελώς διαφορετική γλωσσική οικογένεια, έχουν, συνεπώς, άλλου είδους οργάνωση και εσωτερική δομή.


Ωστόσο, το να βάλω το μυαλό μου στο μονοπάτι εκμάθησης μιας δομικά διαφορετικής γλώσσας από τη δική μου, παρά τις προκλήσεις που υπάρχουν, ή μάλλον ακριβώς χάρη σε αυτές τις προκλήσεις, θα μου χαρίσει πολλαπλούς τρόπους σκέψης, θα με διευρύνει πνευματικά και θα μου ανοίξει ολότελα νέους κόσμους!



Εν κατακλείδει, η μελέτη των γλωσσών του κόσμου, όποιες κι αν είναι αυτές, είναι μια πορεία συναρπαστική σε κάθε της φάση και σκαλοπάτι, ένας δρόμος ανακάλυψης και πλούτου που κάνω δώρο στον εαυτό μου!



30 Προβολές0 Σχόλια

Πρόσφατες αναρτήσεις

Εμφάνιση όλων

Comments


bottom of page